βούγλωττος

βούγλωττος
βούγλωσσος , βούγλωσσος
sole
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βούγλωσσος — ο και βούγλωσσο, το (AM βούγλωσσος και βούγλωσσον, Α και βούγλωττος) 1. ονομασία διαφόρων φυτών του γένους Άγχουσα 2. το αρσ. ως ουσ. βούγλωσσος, ο το ψάρι γλώσσα μσν. ως επίθ. αυτός που μιλάει αργά και με δυσκολία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”